- ανεδαφικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που δε στηρίζεται στην πραγματικότητα, αβάσιμος: Οι προτάσεις του είναι εντελώς ανεδαφικές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεδαφικός — ή, ό αβάσιμος, αστήρικτος, ανέφικτος … Dictionary of Greek
ασύστατος — η, ο 1. ανυπόστατος, ανύπαρκτος: Ασύστατα είναι όσα γράφει για τα πριν από εκατό περίπου χρόνια έθιμα του χωριού αυτού. 2. αβάσιμος, ανεδαφικός: Οι εναντίον του κατηγορίες αποδείχτηκαν ασύστατες. 3. εκείνος τον οποίο δε σύστησε κανείς σε άλλον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ουτοπικός — ουτοπικός, ή, ό και ουτοπιστικός, ή, ό μη πραγματοποιήσιμος, ανεδαφικός: Ουτοπική ή ουτοπιστική άποψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)